πανάκριβος

πανάκριβος
-η, -ο
πάρα πολύ ακριβός.
επίρρ...
πανάκριβα
πάρα πολύ ακριβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ακριβός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανάκριβος — η, ο ο πάρα πολύ ακριβός, αυτός που κοστίζει πολλά χρήματα: Τα ασημικά είδη είναι πανάκριβα σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλμύρα — και αρμύρα, η [αλμυρός] 1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα 2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα 3. πολύ ακριβός, πανάκριβος …   Dictionary of Greek

  • μυριάκριβος — η, ο (Μ μυριάκριβος, η, ον) 1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.) 2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀκριβός] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πεντάκριβος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ ακριβός, που κοστίζει πολλά χρήματα, πανάκριβος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • πολυτίμητος — η, ο / πολυτίμητος, ον, θηλ. και ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, ον, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τόν εκτιμούν ή τόν σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.) 2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • πολυτίμιος — ον, Α [πολύτιμος] αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες τιμές ή, κατ άλλους, πανάκριβος, πολύτιμος …   Dictionary of Greek

  • απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμυρός — ή, ό 1. αλμυρός, αλατισμένος: Πολύ αρμυρό είναι το φαγητό σήμερα. 2. δαπανηρός, πανάκριβος: Οι τιμές των φρούτων εφέτος είναι πολύ αρμυρές. Το ουδ. ως ουσ., αρμυρό, το το παστό: Του αρέσουν πολύ τα αρμυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”